- καφεδάκι
- τουποκορ. τού καφές ως ροφήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψήνω — και ψένω έψησα, ψήθηκα, ψημένος 1. εκθέτω κάτι στην επίδραση της φωτιάς, το ψήνω: Ψήθηκε το γλυκό. 2. βράζω: Θα σου ψήσω ένα καφεδάκι. 3. θερμαίνω κάτι πολύ: Ψήνεται από τον πυρετό. 4. το παθ., ψήνομαι στους καρπούς σημαίνει γίνομαι ώριμος. 5. φρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)